- υαλοδοντίνη
- η, Ν(βιοχ.) άλλη ονομασία τής γανοΐνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + οδοντίνη. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. vitrodentine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek